- εἰσεμπορεύομαι
- εἰσεμ-πορεύομαι, [voice] Pass.,A enter a country as a trader,
εἰς τὴν χώραν IG12.57.20
: expld. by τὸ εἰς πολεμίους ἐμπορίας χάριν ἀπιέναι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰς τὴν χώραν IG12.57.20
: expld. by τὸ εἰς πολεμίους ἐμπορίας χάριν ἀπιέναι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εισεμπορεύομαι — εἰσεμπορεύομαι (Α) εισάγω εμπορεύματα … Dictionary of Greek
εἰσεμπορεύεσθαι — εἰσεμπορεύομαι enter pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)